Δευτέρα 18 Απριλίου 2011

στον άλλο κήπο...

Παίζαμε με την Τατιάνα στην αυλή, στο σπίτι των παπούδων της. Μεγάλο σπίτι, εξοχικό. Με δύο κτίσματα και δύο αυλές. Η μία μυστική. Δεν μας άφηναν να πάμε εκεί... Δεν ξέραμε γιατί. Και τότε η ρημάδα η φαντασία κάλπαζε και σκεφτόμασταν πως σ'εκείνο τον κήπο, τον άλλο κήπο όπως τον λέγαμε, μένουν ξωτικά και νεράϊδες και γι'αυτό δεν μας αφήνουν να πάμε. Και όσο δεν μας άφηναν, τόσο εμείς  θέλαμε να τον επισκεφτούμε.
Και ένα απόγευμα, μόλις είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει, πήραμε την μεγάλη απόφαση. Ο παππούς της Τατιάνας έλειπε. Πιαστήκαμε από το χέρι σφιχτά και με την ψυχή μας να χοροπηδάει από το φόβο, πήγαμε.... Δεν ξέραμε τι μας φόβιζε πιο πολύ, η παραβίαση του κανόνα ή το τι θα συναντούσαμε εκεί?
Μυρωδιές. Νυχτολούλουδο που μόλις ανθίζει και άλλα φυτά που δεν τα αναγνώριζα τότε... Περάσαμε μέσα από τα φυλλώματά τους, βρίκαμε τις μικρές πέτρες που σχημάτιζαν ένα μονοπάτι. Στρόγγυλες, βαλμένες όμορφα στο χώμα.
Δεν μιλούσαμε, απλά κοιτούσαμε.
Και ξαφνικά... Τον είδαμε...
Τον νάνο του παραμυθιού. Ξεθωριασμένο. Το κόκκινο χρώμα του σκούφου είχε γίνει ροζ.
Όμως για μας ήταν το πρώτο σημάδι πως κάτι περίεργο ζει στον κήπο. Κοιταχτήκαμε στα μάτια. Ήμασταν σίγουρες.

Και μετά, μεγάλα μανιτάρια κι αυτά ξεθωριασμένα. Παλιά. Που όμως φώτιζαν τώρα που έπεσε το σκοτάδι. Με ένα φως κοκκινωπό, αχνό. 'Αλλο ένα σημάδι.  Αλλιώς γιατί να έχει φως σ΄έναν άδειο κήπο?


Εδώ η μνήμη μου με απατά. Δεν θυμάμαι αν μας έπιασαν, δεν θυμαμαι αν ξαναπήγαμε στον κήπο.... Θυμάμαι πάντα όμως αυτήν την αίσθηση,  της αταξίας και του μεθυστικού φόβου. Μπουυυ!

Κυριακή 17 Απριλίου 2011

Ο πειρατής των χρωμάτων

Καλοκαίρι του 1998. Η μαμά με έπαιρνε μαζί της στη δουλειά. Στην Περαία. Ζέστη.
Όμως δίπλα ζούσε ένας πειρατής. Ο πειρατής των χρωμάτων, ο πειρατής με την ξανθή γενειάδα και τα γελαστά μάτια. Τον επισκεπτόμουν συχνά. Η μαμά φοβόταν ότι τον ζαλίζω, ότι τον αποσπώ από τη δουλειά του. Όμως αυτός μμου χαμογελούσε και με κερνούσε πορτοκαλάδα. Άνοιγα κι εγώ τα μάτια μου και κοιτούσα. Τους μεγάλους πίνακες, τις λερωμένες ξύλινες παλέτες, τα μισοτελειωμένα έργα του. Και ρωτούσα, ρωτούσα, ρωτούσα.... Κι εκείνος μου χαμογελούσε και απαντούσε στις τρελές ερωτήσεις μου.

Τα θυμάμαι τα μάτια του. Δεν θυμάμαι το χρώμα αλλά θυμαμαι ότι χαμογελούσαν, έλαμπαν.
Ούτε το όνομά του θυμάμαι. Για'μένα ήταν ο κύριος Ζωγράφος.
-Πάω στον κύριο Ζωγράφο μαμά!!!

Δεν ξέρω που είναι, δεν ξέρω αν με θυμάται, δεν ξέρω ούτε την ηλικία του. Στα μάτια μου φάνταζε σοφός και ηλικιωμένος. Όμως πολύ πιθανόν να ήταν πιτσιρίκος. Σοφός και νέος. Ελπίζω να ζωγραφίζει ακόμη και να μιλάει στα παιδιά. Να τους χαρίζει χαμόγελα και όμορφες εικόνες.