Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2008

Πώς περνούν οι μέρες..

Το καλοκαίρι δεν μ'αρέσει τελικά...Καθόλου ίσως.Όταν ήμουν μαθήτρια μου άρεζε γιατί ξεκουραζόμουν και έκανα διακοπές.Τώρα που έγινα φοιτήτρια και ασχολούμαι με ό,τι μου αρέσει-και μεταξύ μας όλη η χρονιά είναι διακοπές-βαριέμαι αφόρητα το καλοκαιρι.
Και περνούν τόσο αργά οι μέρες..και μενα με πιάνει "κατάθλιψη από την απραξία και πέφτω σε βαθύ ύπνο.Δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να συνέλθω και περιμένω η ζωή να με ξυπνήσει καθώς μπαίνει πάλι σε φυσική ροή.

Ε και ξύπνησα. Δεν έχει πάνω από βδομάδα...Και είπα να μιλήσω. Πόσο ωραίο είναι το φθινόπωρο. Πόσο μ'αρέσει που διαβάζω για την εξεταστική μου, που αρχίζει η ευχάριστη και ενδιαφέρουσα ρουτίνα μου!! Πόσο μ'αρεσε κι εκείνος ο σερβιτόρος... Ασχετο!Αλλά ακόμη κι αυτό με έκανε να ξυπνήσω 9.30 το πρωί κι όχι μεσημέρι.Να πιάσω τη ζωή μου από το μαλλί-να μην την αφήσω να κυλήσει άσκοπα...Μην αφήνετε τίποτ για αύριο-πόσο μετάνιωσα που έκανα αυτό το λάθος..που περίμενα εκείνη την κιθάρα να έρθει και δεν της φώναξα,δεν την κυνήγησα.

3 σχόλια:

Maria είπε...

αχ αυτή η τόλμη... carpe diem...

΄'Οπερ 'Αστικός είπε...

...το καλοκαίρι του '96 πέρασα λίγες μέρες στο χωριό της θείας μου ,δίπλα στο ποτάμι.Ένα βράδυ γυρίζοντας από το καφενείο είδα για πρώτη μου φορά(παιδί της πόλης)πυγολαμπίδες.
Τις είδα να πετούν ,σα να χορεύουν,πάνω από τα νερά του ποταμού.Μαγεύτηκα...και προσπάθησα να πάω πιό κοντά.Τις ακολούθησα περπαντόντας στην όχθη και λίγο λίγο χάθηκα μέσα στα φυλλώματα των δέντρων.Μακρυά από τα φώτα του δρόμου το μόνο που έβλεπα πια ήταν οι φωτεινές κοιλιές τους που έμοιαζαν με σπίθες που ξεπετάζονταν από μια ανύπαρκτη φωτιά.
Λίγο πιο πάνω ήξερα οτι υπήρχε ένα γεφύρι και σκέφτηκα να κάτσω εκεί να κάνω ένα τσιγάρο.
Με ψαχτά βήματα μες το σκοτάδι έφτασα στο πέτρινο γεφύρι και έκατσα.Στην λάμψη όμως του αναπτήρα πάγωσα όταν είδα δίπλα μου να κάθετε μια μαυροντυμένη γριά.Η πιο γριά γυναίκα που έχω δεί ποτέ.Το προσωπό της ήταν γεμάτο ρυτίδες που στο φως του αναπτήρα κάναν τεράστιες σκιές που την έκαναν ακόμη πιο τρομαχτική.Είμαι σίγουρος πως κάπου εκεί κοντά θα ήταν και η σκούπα της αλλά δεν έκατσα να ψάξω.Εφυγα τρέχοντας μακρυά της προς την απέναντι όχθη,πρός τα χωράφια.Οταν είχα βγει στο ξέφωτο πια σταμάτησα να τρέχω και γύρισα να κοιτάξω.Δενέβλεπα τίποτα αλλά άκουσα το δυνατο γέλιο της και το 'βαλα πάλι στα πόδια.
Έτρεχα μέσα στα χωράφια βλέποντας από το φως του φεγγαριού που ήταν ευτηχώς γεμάτο.
Και τότε τις είδα...στο αλώνι.
Στην αρχή άκουσα την μουσική,παράξενη μουσική,πλησίασα σιγά και τις είδα να χορεύουν μέσα στο αλώνι ,πανέμορφες γυναίκες που λίκνιζαν τα κορμιά τους σε ένα μαγευτικό ρυθμό.Στη μέση της συντροφιάς καθόταν ο τραγοπόδαρος θεός και έπεζε την φλογέρα του.Το Φεγγάρι σαν να 'ταν προβολέας είχε σταθεί πάνω από το αλώνι και η νύχτα είχε γίνει ξαφνικά πιο ζεστή και πιο φωτεινή.
Μαρμαρωμένος στεκόμουν εκεί για αρκετή ώρα όσπου κάποια με είδε και φώναξε δυνατά.
Τότε μία μία μεταμορφώθηκαν σε πυγολαμπίδες και πέταξαν πίσω στο ποτάμι και ο μουσικός λίγο πρίν γίνει τράγος και φύγει τρέχοντας γύρισε και με κοίταξε κατάματα.Με μάτια κατακόκκινα σαν φωτιές.
Γύρισα σπίτι και κοιμήθηκα .Λίγο πριν με πάρει ο ύπνος όμως μου φάνηκε πως είδα μια μικρή λάμψη να στρυφογυρίζει έξω από το παραθυρό μου.
...με πιστεύεις?

Άρτεμις είπε...

Περαστικέ μακάρι να μποούσα να σε πιστέψω αλλά η φαντασία μου όσο ζωηρή κι αν είανι δεν είναι τόσο.Δυστυχώς η λογική επικρατει μέσα μου!Πάντως μ'αρέσει ο τρόπος γραφής σου.